Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

"Ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας ή τραπεζικά υπερκέρδη" ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΛΛΙΑ – ΤΣΑΡΟΥΧΑ

undefined

ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΛΙΑ – ΤΣΑΡΟΥΧΑ
ΣΤ’ Αντιπρόεδρος Βουλής των Ελλήνων

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Αριθ.  Πρωτ.: 4526/03.12.2013

ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον κ. Υπουργό Οικονομικών 


Θέμα: Ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας ή τραπεζικά υπερκέρδη


Η χώρα βυθίζεται στην ύφεση για έκτη συνεχή χρονιά, ενώ έχει ήδη χάσει πάνω από το 25% του ΑΕΠ της. Η ανεργία έχει εκτιναχθεί στο 30%. Η απαξία της ακίνητης περιουσίας έχει φθάσει έως 40%, και δυστυχώς εντείνεται. Η ανάκαμψη παραμένει το μεγάλο ποθούμενο. Η Ελλάδα καταγράφει την μεγαλύτερη και εκτενέστερη περίοδο «προσαρμογής» μιας οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της μεγάλης κρίσης. Κι όμως μέσα σε αυτήν την λαίλαπα, οι τράπεζες εμφανίζουν κέρδη στα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του έτους, και αυξανόμενα επιτοκιακά περιθώρια που κινούνται κατά μέσο όρο άνω του 3% (διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου χορηγήσεων με το μέσο επιτόκιο καταθέσεων). Την ίδια ώρα άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ιρλανδία, που πλήττονται από την κρίση και μάλιστα χωρίς αυτή την ένταση και βάθος, έχουν ήδη ανακάμψει (Ιρλανδία), ή οδεύουν προς ανάκαμψη (βλ. Ισπανία). Οι τράπεζές τους όμως – που κι αυτές υπάγονται στο ίδιο περίπου καθεστώς ανακεφαλαιοποίησης και υπό κρατικό ουσιαστικά έλεγχο όπως οι ελληνικές - δεν εμφανίζουν κέρδη. Αντίθετα, εμφανίζουν ζημίες, σχηματίζουν ισχυρές προβλέψεις για να καλύψουν τις σωρευμένες απώλειες και διατηρούν ιδιαίτερα μειωμένα επιτόκια χορηγήσεων και επιτοκιακά περιθώρια με στόχο να ενισχύουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη ρευστότητα της οικονομίας και τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών. 

  Ερωτάται ο κ. Υπουργός:

  Γιατί σε μια επί μακρό χειμαζόμενη και εξοντωμένη ουσιαστικά οικονομία όπως η δική μας, οι τράπεζες να παρουσιάζουν κέρδη, ενώ σε χώρες που ανακάμπτουν οι τράπεζές τους να καταγράφουν ζημίες; 

Πως είναι δυνατόν σε μια χώρα υπό βαθειά και παρατεταμένη ύφεση και δημοσιονομική εξαθλίωση, τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών να αυξάνονται, ενώ σε οικονομίες με ηπιότερα προβλήματα απ΄ότι η δική μας, οι τράπεζες να διατηρούν χαμηλά τα επιτοκιακά περιθώρια και μάλιστα από το 2008, χρονιά που ξέσπασε η κρίση; 
Μήπως κάπου εδώ κρύβεται μια από τις βασικές και αποκρυπτόμενες αιτίες του οικονομικού μας αδιεξόδου; 
Μήπως μια από τις βασικές αιτίες της βαθειάς και παρατεταμένης κρίσης της οικονομίας μας είναι η πολιτική που έχει αναγάγει τις τράπεζες σε εφαλτήριο για την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας; 
Είναι δηλαδή αυτή η πολιτική που επέτρεψε τα υψηλά επιτόκια χρηματοδοτήσεων και την αφαίρεση της ρευστότητας από την αγορά, από την στιγμή της εκδήλωσης αλλά και σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης;
Μήπως τραπεζικές διοικήσεις και πολιτική ηγεσία εφάρμοσαν την πολιτική που δεν έπρεπε, κινούμενες προκυκλικά, δηλαδή συρρικνώνοντας τις δραστηριότητες των τραπεζών σε μια συρρικνούμενη οικονομία;
Η κατάρρευση της ρευστότητας και η παγίδευση της οικονομίας σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και απομόχλευσης τι άλλο δείχνει;
Κρίνετε σωστό , που η νομισματική πολιτική αφέθηκε (εξολοκλήρου) στις τράπεζες παρά το γεγονός ότι η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος έγινε με χρήματα του ελληνικού δημοσίου, με την πλειοψηφία των μετοχών (και τη διοίκηση) να μεταφέρεται στο κράτος και την πολιτική ηγεσία;  



Υψηλότερα επιτόκια, λιγότερη ρευστότητα, περισσότερες πτωχεύσεις, μεγαλύτερη ύφεση και υψηλότερες επισφάλειες για τις τράπεζες , που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερα επιτόκια και ακόμα μεγαλύτερη μείωση της ρευστότητας. Επιπλέον, τη στιγμή που οι πτωχεύσεις, η υπερβολική φορολόγηση και η υπερβάλλουσα προσφορά ακινήτων συμπιέζουν τις τιμές τους, τα υψηλά επιτόκια συντείνουν στην περαιτέρω πτώση των αξιών των περιουσιακών στοιχείων περιορίζοντας την παρούσα αξία των μελλοντικών αποδόσεών  τους. Αντίθετα στην Ιρλανδία - που βγαίνει από το μνημόνιο - ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο. Στην ύφεση και τους περιορισμούς της δημοσιονομικής συμπίεσης επέλεξαν να εξασκήσουν υποβοηθητική νομισματική πολιτική εξαντλώντας τα εθνικά περιθώρια χειρισμών που επιτρέπει το ευρωπαϊκό σύστημα. Μείωσαν τα επιτόκια χορηγήσεων από το 5-6,5% στην περίοδο προ κρίσης στο 3-3,5% μετά την κρίση, διατηρώντας τη μεγαλύτερη δυνατή ρευστότητα στην αγορά, και συμπίεσαν τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών τους από 2,5% που βρισκόταν στη δεκαετία του 2000, σε επίπεδα που διακυμαίνονται γύρω στο 0,5% στην περίοδο μετά την κρίση. Με άλλα λόγια, οδήγησαν τις ελεγχόμενες από το κράτος τράπεζες, σε μια πορεία ελεγχόμενων και απομειούμενων ζημιών, επικεντρώνοντας στην πραγματική οικονομία, συντρέχοντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και υποστηρίζοντας -όσο το δυνατό περισσότερο-τις αξίες των περιουσιών. Επέλεξαν μέσω της ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας να επιφέρουν την ανάκαμψη και των τραπεζών κι όχι το αντίθετο όπως κάνουμε εμείς εδώ. Γιατί λοιπόν οι Ιρλανδοί πέτυχαν κι εμείς όχι; 


Αθήνα, 3 Δεκεμβρίου  2013 
                                                                                                                        
        Η Ερωτώσα Βουλευτής

Μαρία Κόλλια Τσαρουχά
ΣΤ’  Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου